- ξυλάρμενος
- η , ο со спущенными парусами (во время шторма)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλάρμενος — η, ο (για πλοίο) αυτό τού οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω. επίρρ... ξυλάρμενα με μαζεμένα τα πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)] … Dictionary of Greek
ξυλάρμενος — η, ο επίρρ. α για ιστιοφόρα πλοία, αυτός που πλέει στην καταιγίδα με μαζεμένα και καλά στεριωμένα τα πανιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek